- ελευθερώσιμος
- ος , ον подлежащий освобождению, достойный освобождения
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ελευθερώσιμος — η, ο αυτός που αξίζει να ελευθερωθεί … Dictionary of Greek